- βαριετέ
- Ελαφρύ θεατρικό είδος, χωρίς ενιαία υπόθεση, με επικρατέστερο τον μουσικό χαρακτήρα. Ο όρος σημαίνει και το θέατρο όπου παρουσιάζεται το β. Ως θέαμα μπορεί να αναχθεί στις μεσαιωνικές παραστάσεις των γελωτοποιών. Στοιχεία του β. υπάρχουν και στο τσίρκο, στα θεάματα των αγγλικών Pleasure gardens (Κήποι τέρψεως, που τον 17o και 18o αι. χρησίμευσαν ως τόποι συγκεντρώσεων) και περισσότερο ακόμα στα καφέ-σαντάν και στα καφέ-κονσέρ, που αντιπροσωπεύουν το πρώτο στάδιο του θεάτρου β.
Με το πέρασμα, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι., στο καθαυτό θέατρο, το β. έπρεπε να είναι ευπρόσδεκτο από ένα πολύ ευρύτερο κοινό και γι’ αυτό έχασε σε μεγάλο βαθμό τον άσεμνο χαρακτήρα που είχε προηγουμένως. Ποικίλο στο πρόγραμμα, ανάλογα με τον τόπο και την εποχή, το β. περιλαμβάνει ωστόσο μερικά νούμερα, που έγιναν στοιχεία απαραίτητα, όπως ο τραγουδιστής, ο κωμικός και το μπαλέτο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το β. (vaudeville) προήλθε προπάντων από τα honky tonks, κέντρα όπου σύχναζαν άνθρωποι του υπόκοσμου και όπου πρωτοεμφανίστηκαν τα μελλοντικά μεγάλα ονόματα του θεάματος αυτού του είδους. Σήμερα το β. βρίσκεται σε παρακμή και αντικαταστάθηκε σχεδόν παντού από την επιθεώρηση. Επιζεί ακόμα σε παραστάσεις των νάιτ κλαμπ.
* * *θέατρο ποικιλιών, είδος ελαφρού θεάτρου, σύνθεση επιθεώρησης, τσίρκου και καμπαρέ.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. variete «ποικιλία»].
Dictionary of Greek. 2013.